φασήλους

φασήλους
φάσηλος
phaselos
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φάσηλος — ὁ, Α η φασολιά και ο καρπός της («κυάμους καὶ φασήλους χλωρούς», Αθήν.) 2. παλαιό μεταγωγικό πλοίο που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην Αίγυπτο και που στον αρχικό του τύπο ήταν μικρό και κατασκευασμένο από καλάμι και πάπυρο, ενώ αργότερα αυξήθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”